- άναρθρος
- -η, -ο (AM ἄναρθρος, -ον)(για τη φωνή ή ήχους) ο μη έναρθρος, αυτός που δεν μπορεί να απαρτίσει συγκροτημένες συλλαβές ή λέξεις (όπως οι φωνές των ζώων ή των ανθρώπων που κλαίνε, κραυγάζουν κ.λπ.το ουδ. ως ουσ. Άναρθραθαλάσσια Ασπόνδυλα με δύο άνισα όστρακα (θυρίδες)αρχ.-νεοελλ. 1.αυτός που δεν έχει ή δεν απέκτησε ακόμη άρθρα, μέλη στο σώμα2. αυτός που δεν έχει αρθρώσεις3. γραμμ. αυτός που εκφέρεται χωρίς άρθρο4. επίρρ. άναρθρα και ανάρθρωςσυγκεχυμένααρχ.1. αδύναμος, άτονος2. αυτός που δεν έχει εμφανή τα μέλη τού σώματος, λόγω παχυσαρκίας3. (για άσμα) αυτός που ψάλλεται χωρίς λόγια.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. αν- + άρθρο.ΠΑΡ. αναρθρία].
Dictionary of Greek. 2013.